- φωτόφωνο(ν)
- το фотофон, светофон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φωτόφωνο — το, Ν φυσ. συσκευή για τη μετάδοση ήχων μέσω διαμορφωμένης φωτεινής δέσμης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photophone (< φωτ[ο] * + φωνή). Η λ., στον λόγιο τ. φωτόφωνον, μαρτυρείται από το 1881 στον Σπ. Μαυρογένη] … Dictionary of Greek
φωτόφωνο — το συσκευή που χρησιμεύει στη μετάδοση της φωνής σε μεγάλη απόσταση με τη βοήθεια φωτεινής δέσμης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek